- βρομίζω
- βρομίζω, βρόμισα βλ. πίν. 33——————Σημειώσεις:βρομίζω : για τη γραφή με ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη.Δες και σημείωση για βρομίζομαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βρομίζω — (Μ βρομίζω) 1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω 2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά 3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά 4. σαπίζω, αλλοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε ίζω από τον αόρ. ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] … Dictionary of Greek
βρομίζω — ισα, ίστηκα, βρομισμένος, λερώνω, ρυπαίνω κάτι: Μη βρομίζεις το δωμάτιό σου γιατί μόλις το καθάρισα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβρόμιστος — η, ο [βρομίζω] αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός … Dictionary of Greek
ανεμουρδώνω — λερώνω, ρυπαίνω, μολύνω («δε μοιάζει ν’ ανεμουρδωθεί στο στόμα του έτοια βρώση», Ερωτόκριτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αναμουρδώνω < ανα * + μουρδώνω «ρυπαίνω, βρομίζω»] … Dictionary of Greek
απορρυπαίνω — (Α ἀπορρυπαίνω) νεοελλ. απομακρύνω τις ρυπαρές ουσίες από μια επιφάνεια, καθαρίζω προσεκτικά αρχ. βρομίζω, λερώνω … Dictionary of Greek
βορβορώνω — (AM βορβορῶ, όω, Μ και βορβορώνω) [βόρβορος] 1. λερώνω με βόρβορο, βρομίζω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) βεβορβορωμένος, η, ο κυλισμένος στον βούρκο («προσῆλθε γυνὴ δυσώδης και βεβορβορωμένη») … Dictionary of Greek
βορβόρωσις — βορβόρωσις, η (AM) μσν. το βρόμισμα με βόρβορο αρχ. ο βορβορυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ ( όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν.… … Dictionary of Greek
βρομέζω — μυρίζω άσχημα, αναδίδω κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βρομεσμένος τού ρ. βρομίζω*, με τροπή του ι σε ε κατά το αφορεσμένος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βρομισιά — η [βρομίζω] βρομιά, ακαθαρσία … Dictionary of Greek
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek